- μόνανδρος
- μόν-ανδρος, ἡ,A having but one husband, IG12(3).912 ([place name] Thera), 14.191 ([place name] Syracuse).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μόνανδρος — having but one husband fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μόνανδρος — η, ο (ΑΜ μόνανδρος ον) νεοελλ. για άνθη) αυτός που έχει έναν μόνο στήμονα αρχ. το θηλ. ως ουσ. ἡ μόνανδρος η γυναίκα που έχει ή είχε έναν μόνο σύζυγο («τὴν μόνανδρον Νυμφιδίαν», επιγρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μον)ο) * ανδρος (< ἀνήρ, ἀνδρός), πρβλ.… … Dictionary of Greek
μόνανδροι — μόνανδρος having but one husband fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μόνανδρον — μόνανδρος having but one husband fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άνδρας — και άντρας, ο (Α ἀνήρ) 1. αρσενικός άνθρωπος (σ’ αντίθεση με τη γυναίκα) 2. ομόκλινος, σύζυγος 3. ανδρείος, γενναίος, παληκάρι 4. αυτός που μπήκε στην αντρική ηλικία, ενήλικος, ώριμος 5. στρατιώτης, οπλίτης 6. φρ. «κατ’ ἄνδρα», ένας ένας με τη… … Dictionary of Greek
μον(ο)- — (ΑΜ μον[ο] , Α ιων. μουν[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μόνος* (ιων. μοῡνος) και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό: α) είναι ένα και μοναδικό ή έχει απομείνει μόνο ένα (μονοσύλλαβος,… … Dictionary of Greek
μονανδρία — μονανδρία, ἡ (Α) [μόνανδρος] το να έχει μια γυναίκα έναν μόνο σύζυγο … Dictionary of Greek
μονανδρώ — μονανδρῶ, έω (Μ) [μόνανδρος] (για γυναίκα) έχω έναν μόνο σύζυγο … Dictionary of Greek